- διάτιλμα
- διάτιλμα, το (Α) [διατίλλω]1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο2. αποψίλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατίλματα — διάτιλμα portion plucked off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)